στηλίδια

στηλίδια
στηλίδιον
little monument
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ερμητάριον — ἑρμητάριον, τὸ (Μ) (κατά τον Κοραή), «τα στηλίδια, εις τα οποία προσδένοντες εξυλοκοπούσαν τους κατάδικους»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το Ερμαί, τις στήλες με την κεφαλή τού Ερμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”